Τους ήρωες δεν τους βρίσκεις ποτέ στο σκοτάδι. Ένας δειλός όμως είναι ανίκανος να δείξει αγάπη. Αυτό είναι προνόμιο των γενναίων. Κανένας ήρωας λοιπόν δεν είναι αθάνατος μέχρι να πεθάνει. Ήρωας είναι κάποιος που αντιλαμβάνεται την ευθύνη που συνοδεύει την ελευθερία. Τι είναι ένας ήρωας που δεν αγαπάει τους ανθρώπους;
“Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα, μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας. Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας. Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος, οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν, η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι. Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα. Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο, ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης, και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας. Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει, μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
Παρόντες όλοι; –Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. – Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει: – Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία. Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει,να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη. – Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος, στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία. Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα, που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία, έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».
“Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.”
Κωνσταντίνος Ν. Μουρούτης