Με ξυπνάει φωτογραφικό μήνυμα φίλου που μένει στην Κυψέλη. Η εικόνα δείχνει τους τρεις ολοκαίνουργιους, νέας τεχνολογίας βυθιζόμενους κάδους, από τους πολλούς που θα τοποθετούνται στην πόλη, σύμφωνα με το πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων για τον πιο οικολογικό και σύγχρονο τρόπο αποκομιδής απορριμμάτων. Οι τρείς κάδοι, τοποθετημένοι στη Μαυρομματαίων, ήδη βανδαλισμένοι με γκράφιτι. Μέσα σε μια νύχτα.
Ε, όχι, λοιπόν. Στους Αθηναίους, στην Αθήνα, στην ιστορία της, στην απαίτηση των κατοίκων της για μια σύγχρονη, βιώσιμη πρωτεύουσα σε μια από τις ομορφότερες γωνιές του πλανήτη, ταιριάζει μόνο ο σεβασμός. Και σε αυτή την απαίτηση των κατοίκων της πόλης έχω στρατευτεί με όποιο τρόπο μπορώ από την πρώτη στιγμή, εδώ και εννέα χρόνια που αποφάσισα να εμπλακώ με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, έχοντας αφήσει την δημοσιογραφική πένα της κριτικής μετά από 30 σχεδόν χρόνια, για να περάσω στην ενεργό δράση.
Ναι, τα προβλήματα είναι πολλά και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, καθώς ο χρόνος για την ανάπτυξη της Αθήνας, από την εποχή που έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους (1834) και χρειαζόσουν μόνον 45 λεπτά για να κάνεις τον γύρο ολόκληρης της πόλης μέχρι σήμερα, έτρεξε με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Υποδέχθηκε πληθυσμούς από την περιφέρεια, οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν βιαστικά στα τότε προάστια και σήμερα γειτονιές της Αθήνας, όπως τα Εξάρχεια, χτίζοντας αυθαίρετα και βιαστικά.
Και αργότερα υποδέχθηκε Μικρασιάτες πρόσφυγες, με τον πολιτισμό τους βέβαια, να συνεισφέρει και να ανανεώνει την πόλη και τα παράλια. Και τα κύματα των νέων κατοίκων δεν σταμάτησαν να προστίθενται, καθώς η οικονομία άλλαζε, οι νέες συνθήκες της καθημερινότητας απαιτούσαν εκσυγχρονισμό, χώρο για κατοικίες, νέες υποδομές και η Αθήνα προσαρμοζόταν συχνά με βιασύνη και –το έχουμε πλέον συνειδητοποιήσει– χωρίς προσεκτικό σχεδιασμό.
Σκοπός μου όμως, εδώ, δεν είναι να αναφερθώ λεπτομερώς στην ιστορία και τις προβληματικές για την πόλη πτυχές της, αλλά να θυμίσω απλώς ότι η Αθήνα χρειάστηκε να κάνει άλματα για να υποδεχθεί το καινούργιο. Και οι πολυκατοικίες που υψώθηκαν στις γειτονιές της, οι τόσο παρεξηγημένες, στέγασαν τα όνειρα για ανάπτυξη και βελτίωση της καθημερινότητας και του μέλλοντος, ανθρώπων και οικογενειών, που αλλιώς δεν είχαν ελπίδα να στεριώσουν.
Η Αθήνα της μνήμης
Ξέρω ότι κάνω άλματα στο χρόνο και την μνήμη, αλλά πρέπει να φτάσω στην σύγχρονη Αθήνα. Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα πλέον, όμορφη για μας τους Αθηναίους που μεγαλώσαμε και ζήσαμε στις γειτονιές της και που οι πολυκατοικίες της ακόμη σήμερα, ακόμη και στα στενά δρομάκια του κέντρου, αποτυπώνουν την οικειότητα και την πολύ ανθρώπινη καθημερινότητα που διαμόρφωσε η αρχιτεκτονική τους.
Γιατί σε αυτές τις πολυκατοικίες βρέθηκαν να συμβιώνουν πλούσιοι και φτωχοί, από τα χαμηλά πατώματα των εργατών και λίγο πιο πάνω των υπαλλήλων, ως τα ρετιρέ των πλουσίων. Και το όνειρο των χαμηλών ορόφων ήταν πάντα να ανέβουν ψηλότερα, να φτάσουν στα ρετιρέ. Διαδρομή, ούτε εύκολη, ούτε ανεμπόδιστη. Αλλά δούλεψαν και σπούδασαν τα παιδιά τους για να το εκπληρώσουν και παρά τις δυσκολίες (της ιστορίας ) αυτό το όνειρο έφερε την ανάπτυξη της πόλης και της οικονομίας της.
Όλο αυτό, λοιπόν, τα όνειρα και οι διαδρομές στο χρόνο των κατοίκων της πόλης των Αθηνών, οι προσωπικές ιστορίες, τα δράματα και οι θρίαμβοι, αξίζουν τον σεβασμό. Αξίζουν περιβάλλον που θα κρατά την μνήμη της πόλης και θα δίνει ελπίδα και προοπτική για το μέλλον της. Αξίζουν το πράσινο που φυτεύεται, όπου είναι δυνατόν και ας μην είχε ποτέ η Αθήνα πράσινο, κι ας ήταν χωμάτινοι οι περισσότεροι δρόμοι της, με την Πανεπιστημίου για παράδειγμα, να γίνεται σκέτη λάσπη όταν πρωτοδιαμορφώθηκε και τους υπηρέτες των ελάχιστων έστω, πλουσίων κυριών να απλώνουν τις λιβρέες τους –ή ό,τι φορούσαν τότε– για να πατήσουν τα γοβάκια.
Και το Παρθεναγωγείο (Αρσάκειο) βρισκόταν σε χωμάτινο σκοτεινό περιβάλλον, τόσο που χρειαζόταν οι μαθήτριες να συνοδεύονται από τους γονείς κάθε μέρα. Όλα αυτά 5-6 γενιές το πολύ πριν.
Σε αυτή την Αθήνα της μνήμης και του πολιτισμού αξίζουν τα πράσινα μικρά πάρκα στις γειτονιές που έφτιαξε με επιμονή ο Κώστας Μπακογιάννης και το πάρκο στους Αμπελοκήπους και το μεγάλο, τεράστιο πράσινο πάρκο που θα γίνει με την διπλή ανάπλαση στον Βοτανικό και το πράσινο μουσείο στην Ακαδημία Πλάτωνος και την ιδιαίτερη φροντίδα για τον Εθνικό Κήπο (που χάρη στην Αμαλία απόκτησε η πόλη, αλλιώς και εκεί χώμα ήταν) και σε πολλά ακόμα σημεία της Αθήνας. Ακόμα και ο Λυκαβηττός, ο καταπράσινος σήμερα, σκέτος βράχος ήταν και άρχισε να πρασινίζει όταν ο Κλεάνθης, που μαζί με τον Σάουμπερτ σχεδίασαν την Αθήνα-πρωτεύουσα, κληροδότησε την περιουσία του στον Δήμο, προκειμένου να φυτευτεί ο λόφος.
Αυτή η Αθήνα της μνήμης και του πολιτισμού αξίζει τον σεβασμό. Γι’ αυτό και όσοι θυμόμαστε την δεκαετία του ’60 και την Ομόνοια με το τεράστιο σιντριβάνι της και μας πλήγωνε η εικόνα της τσιμεντωμένης παιδικής μας ηλικίας, με ενθουσιασμό χαιρετήσαμε την επαναφορά του αγαπημένου τοπόσημου των παιδικών μας χρόνων. Αλλά δεν θα απαριθμήσω έργα για την πόλη, που με έκαναν να συμπαραταχθώ με την ομάδα του Κώστα Μπακογιάννη.
Για την αγάπη στην πόλη…
Το κυριότερο για μένα και είναι ακόμη στοίχημα, ήταν η καλλιέργεια του σεβασμού που θα προστατεύει και τα νέα έργα, αλλά και την μνήμη της πόλης. Καημός οι βανδαλισμοί, που τους αισθάνομαι σαν το μεγαλύτερο πλήγμα στην ψυχή και το βλέμμα των κατοίκων. Γι’ αυτό και όταν πρωτοεκλέχτηκα δημοτική σύμβουλος πριν από επτά χρόνια και έγινα τότε πρόεδρος της Τεχνόπολης (2016-2019) είχα την ιδέα να διαμορφώσω ένα πρόγραμμα “διαπαιδαγώγησης” Αθηναίων πολιτών.
Ένα πρόγραμμα που θα πάει στα σχολεία, με την συνεργασία του Δήμου Αθηναίων και του Υπουργείου Παιδείας και θα μαθαίνει με τρόπο ευχάριστο και όχι στεγνά διδακτικό στους μαθητές και μαθήτριες, από το νηπιαγωγείο ως το Λύκειο, την Αθήνα, την πόλη που ζουν, άλλοι γιατί γεννήθηκαν, άλλοι γιατί τη διάλεξαν και άλλοι γιατί βρέθηκαν εδώ από τύχη.
Βρήκα εξαιρετικούς συνεργάτες, παθιασμένους δασκάλους και καθηγητές που θέλουν να προσφέρουν το καλύτερο και διαφορετικό, που έδωσαν στην ιδέα μου παιδαγωγικό περιεχόμενο για να πάει στα σχολεία, που έγραψαν Οδηγούς για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι οποίοι δίνουν παραδείγματα για την εφαρμογή του μαθήματος.
Έτσι διαμορφώθηκε το πρόγραμμα του Δήμου της Αθήνας “Το παιδί, η πόλη και τα μνημεία”, το οποίο ο δήμαρχος, όταν του το παρουσίασα, αμέσως αποφάσισε να το κρατήσει και στη συνέχεια να το χρηματοδοτήσει και να το ενισχύσει. Από την πρώτη στιγμή κατανόησε ότι πρόκειται για δουλειά υποδομής, όπως τα φώτα που φώτισαν πολλές γειτονιές της Αθήνας (και ναι, χρειάζονται πολλά ακόμη και θα τοποθετηθούν). Με τον ίδιο τρόπο το πρόγραμμα φωτίζει ψυχές Αθηναίων πολιτών, γιατί έτσι ακριβώς, σαν πολίτες, αντιμετωπίζει τους μαθητές.
Ήδη έχουμε φτάσει στα 11.000 παιδιά που έχουν από μία ή περισσότερες φορές εφαρμόσει με τους δασκάλους τους (440 εκπαιδευτικοί οι συμμετέχοντες) το πρόγραμμα και θέλουμε ακόμη περισσότερα. Μαθητές από δημόσια σχολεία, που τους υποδεχόμαστε στην Τεχνόπολη κάθε άνοιξη σε χαρούμενες τελετές και παρουσιάζουν ό,τι έμαθαν για την Αθήνα όλη τη χρονιά. Θα λύσει το πρόβλημα; Χρειάζεται πολλή δουλειά και αρκετά χρόνια ακόμη, γι’ αυτό και πρέπει να παραμείνει στα σχολεία.
Για το πρόγραμμα, για την αγάπη στην πόλη, την μνήμη και την ιστορία της, για την πόλη που χρειάζεται πολλά να γίνουν ακόμη, και προβλήματα να λυθούν και γειτονιές να αναβαθμιστούν με φώτα και έργα, αλλά και για την ακλόνητη πεποίθησή μου που αποτυπώνεται στο πρόγραμμα “Το παιδί, η πόλη και τα μνημεία” ότι Αθηναίος είμαι και πάλι υποψήφια δημοτική σύμβουλος.
Πηγή: Διπλωματια – Αμυνα & Γεωπολιτικη