Γράφει ο Γιώργος Μπολανάκης
Παρασκευή 26 Αυγούστου 1922.
Μετά την διαταγή εκκένωσης της Μικράς Ασίας τα υπολείμματα του εξαντλημένου ελληνικού στρατού καταφθάνουν στο λιμάνι της Σμύρνης.
Η Σμύρνη πλημμύρισε από χιλιάδες Ελλήνων στρατιωτών (23-26/8), που συνέρρεαν καταβεβλημένοι και πεινασμένοι στην πόλη. Κατευθύνονταν στο λιμάνι, όπου επιβιβάζονταν αμέσως στα ελληνικά πλοία και αναχωρούσαν, ενώ όλοι στην Σμύρνη περίμεναν ότι ο ελληνικός στρατός θα δημιουργούσε μια ασφαλή περιμετρική ζώνη γύρω από την πόλη για να προστατεύσει τον χριστιανικό πληθυσμό, ώστε να καταφύγει με ασφάλεια στα ελληνικά νησιά.
Οι κάτοικοι της Σμύρνης άρχισαν να δείχνουν τα πρώτα σημάδια πανικού και οι οικογένειες των «Λεβαντίνων» να εγκαταλείπουν τη Σμύρνη, προσωρινά και για μικρό χρονικό διάστημα, όπως πίστευαν…
Τον ελληνικό στρατό ακολουθούσαν πλήθη χριστιανών προσφύγων (Έλληνες και Αρμένιοι), που προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο και να προστατευτούν από τα αντίποινα των Τούρκων. Στην Σμύρνη άρχισαν να συρρέουν χιλιάδες εξουθενωμένοι πρόσφυγες από την ενδοχώρα, που κουβαλούσαν τα παιδιά τους, νερό, λίγες προμήθειες και μερικούς μπόγους. Συγκεντρώνονταν στο λιμάνι με την ελπίδα να διαφύγουν στα νησιά του Αιγαίου, αλλά τα ελληνικά πλοία αναχωρούσαν γρήγορα, επιβιβάζοντας μόνο το στράτευμα.
Παρέμεναν άστεγοι και πεινασμένοι στην πόλη, χωρίς να έχουν ιδέα για το πού έπρεπε να πάνε, στηρίζοντας τις ελπίδες τους για προστασία στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο.
«Πρέπει να προσπαθήσουμε να φτάσουμε στη Σμύρνη! Η Σμύρνη είναι μεγάλη πολιτεία. Εκεί υπάρχουν Νατσιόνες (Ξένες Δυνάμεις), Άγγλοι και Γάλλοι, εκεί θα είναι εύκολο να σωθούμε!»
αφήγηση μικρασιάτισσας Φιλιώς Χαϊδεμένου
«Αυτό που φοβόμαστε είναι μήπως, για να ξεφύγουν από τους Τούρκους, ο όχλος και το πλήθος φθάσουν στην προκυμαία προτού ολοκληρωθεί η αποχώρηση των στρατιωτών. Υπάρχουν δεκάδες πλοία που τους παίρνουν όσο πιο γρήγορα μπορούν, και εκείνοι μέσα στη βιασύνη τους να φύγουν σπρώχνουν, παλεύουν με νύχια και με δόντια, πετούν τα όπλα τους και ό,τι άλλο μπορούν, έτσι που ολόκληρη η πόλη στο τέλος θα είναι στρωμένη με πράγματα και όπλα.»
μαρτυρία της Αγγλίδας νοσοκόμας Γκρέις Ουίλλιαμσον, στο Μίλτον: 2008, σ. 276
Ο Αμερικανός πρόξενος στην Σμύρνη G. Horton, ―διπλωμάτης, δημοσιογράφος, συγγραφέας, διανοούμενος, ποιητής και φιλέλληνας, παντρεμένος με την Ελληνίδα Αικ. Σακοπούλου― αυτόπτης μάρτυρας της Μικρασιατικής Καταστροφής, την οποία και εξιστόρησε στο βιβλίο του «Η Μάστιγα της Ασίας», σκιαγραφεί με οξυδέρκεια και ευαισθησία τους Μικρασιάτες χριστιανούς πρόσφυγες που συσσωρεύονταν ακατάπαυστα στη Σμύρνη:
«Οι περισσότεροι ήταν μικροκτηματίες που ζούσαν σε αγροκτήματα που κληρονομούνταν από πατέρα σε γιο επί πολλές γενιές. Οι πρόγονοί τους είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία πριν καν αποκτήσουν εθνική συνείδηση οι Τούρκοι. Ήταν παιδιά αυτής της γης, ικανά να ζήσουν στα μικρά τους σπίτια και να θρέψουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους με τα λιγοστά στρέμματα γης που τους ανήκαν, κάθε οικογένεια με το γάιδαρό της, την αγελάδα της και τη γίδα της. Καλλιεργούσαν καπνό, σύκα, σταφίδες και άλλα προϊόντα για εξαγωγή. Ήταν ειδικοί στην καλλιέργεια και την επεξεργασία των πιο καλών ποικιλιών καπνού και της καλύτερης σταφίδας στον κόσμο, που παράγεται μόνο στη Μικρά Ασία. Αυτό το πολύτιμο γεωργικό δυναμικό, που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της ευημερίας στη Μικρά Ασία, είχε περιπέσει τώρα στη ζητιανιά και εξαρτιόταν από τη φιλανθρωπία των Αμερικανών. Έφταναν στη Σμύρνη και τα παράλια κατά χιλιάδες. Γέμιζαν όλες τις εκκλησίες, τα σχολεία και τις αυλές της ΧΕΝ, της ΧΑΝ, και των αμερικανικών σχολείων της ιεραποστολής. Κοιμόντουσαν ακόμα και στους δρόμους. Πολλοί κατόρθωσαν να διαφύγουν εκείνες τις πρώτες μέρες με ατμόπλοια και ιστιοφόρα. Τα καΐκια στο λιμάνι, φορτωμένα με τους πρόσφυγες και τα νοικοκυριά τους, αποτελούσαν ένα αξιοθρήνητο θέαμα. Όσες καρδιές δεν είχαν πωρωθεί από τον Μεγάλο Πόλεμο ράγιζαν στη θέα των εκατοντάδων αβοήθητων παιδιών.»
Horton: 2007, σ. 124-5