Ήταν 2 Μαρτίου του 1822, αρκετοί Καλαβρυτινοί, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας και άλλοι μαχητές της Πάτρας και της Κεφαλονιάς μανιωδώς παλεύουν να πάρουν το μοναστήρι της Παναγίας Γηροκομήτισσας που τα σιχαμερά γεννήματα του σουλτάνου έχουν βεβηλώσει με την παρουσία τους.
Οκτώ χιλιάδες αγαρηνοί υπό τον Γιουσούφ πασά και τον Μεχμέτ Σαλίχ βάλλουν κατά των Ελλήνων.
Ο Νικολής Καραχάλιος οιστρηλατούμενος από το όραμα της νίκης, προπορεύεται του Πλαπούτα και των Καρυτινών και με την ορμή λιονταριού εν επιθέσει, μπήγει τη λευκή σημαία με τον γαλάζιο σταυρό στα κιτάπια της τουρκοσποράς. Τότε ένα βόλι τον βρίσκει στο κεφάλι και τον γονατίζει.
«Πηγαίνετε ομπρός, μου ήρθε σκοτούρα» προλαβαίνει να πεί προτού πέσει καταγής και δώσει το μπαϊράκι αλλού. Όλοι νομίζουν πως ο Νικολής εχάθη. Οι στρατιώτες τα χάνουν. Οι Τούρκοι ορμούν να του πάρουν το κεφάλι. Ξάφνου, βλεπουν το παλληκάρι να σηκώνεται όρθιο. Αίμα έχει καλύψει τα μαλλιά του, τα μάτια του, αλλά δεν τον εμποδίζει από το να αρπάξει και πάλι το ιερό του καθήκον, τη σημαία, και να την υψώσει και πάλι στον ουρανό. Με φωνές βροντερές, παρακελεσματικές, σκίζει με βία τη φουστανέλλα του, δένει το τραύμα του και ευθύς τσακίζει δύο Τούρκους-Λαλαίους.
Το στρατόπεδο ενθουσιάζεται, αναθαρρεύει. Η μάχη είναι δικιά μας. Στρατηγέ Καραχάλιο, εσένα που η αγνωμωνούσα Ελλάς σε άφησε να πεθάνεις από την πείνα σε ένα παγκάκι, εσένα Στρατηγέ Καραχάλιο, ορμητικέ μπροστάρη και ατρόμητε Σταυροφόρε που τόσο περήφανα σήκωνες πάντα τον Σταυρό σε κάθε μάχη, εθνοπατέρα και σωτήρα μας. Στρατηγέ Καραχάλιο, σήμερα σου αφιερώνουμε εμείς οι ελάχιστοι το δάφνινο στεφάνι της Δόξης, αυτό με το οποίο στεφάνωσες κι εσύ την πατρίδα μας. Δε σε ξεχνάμε Στρατηγέ Καραχάλιο.
Η 2α Μαρτίου κάθε έτους σου ανήκει.
Κλίνουμε γόνυ μπρος σου και χαμηλώνουμε τα μάτια.
Αιωνία σου η μνήμη Στρατηγέ!
Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ