Κείμενο: Γιώργος Μπολανάκης
Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο εξελληνισμός της περιοχής αυτής είναι πλήρης. Ακόμη και κάποιες εβραϊκές κοινότητες μιλούν και γράφουν ελληνικά. Αυτό βοήθησε τα μέγιστα στη εξάπλωση του Χριστιανισμού. Έτσι εδώ δημιουργούνται αξιόλογα κέντρα του χριστιανισμού όπως η Καισάρεια, η πρώτη σε ιεραρχία και κύρος μητρόπολη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Τον 3ο-5ο αι. ακμάζουν η παιδεία και η φιλολογία. Εδώ διακρίνονται οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας Φερμελιανός ο Καισαρείας, Γρηγόριος Νεοκαισαρείας, Λεόντιος Καισαρείας και Ευσέβιος οι Καισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Γρηγόριος Νύσσης (αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου).
Ιδίως η δύναμη και η επιβολή που είχαν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση. Σκοπός του κάθε Μητροπολίτη ήταν η προαγωγή των γραμμάτων και των ευαγών ιδρυμάτων με συνέπεια όλη η Καππαδοκία να γίνει γρήγορα κέντρο κάθε θρησκευτικής και εκπαιδευτικής δράσης, διατηρούμενο για αιώνες.
Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό κράτος υπό τον ανεψιό του Αννιβαλιανό. Αλλά επί των διαδόχων του Αννιβαλιανού έγινε πάλι επαρχία του Βυζαντίου, δεχόμενη επιδρομές από γύρω λαούς.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διαπιστώνοντας τη σπουδαιότητα της περιοχής, για την αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα των Αράβων και Τούρκων, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Στο όρος Ταύρος και Αντίταυρος κατασκεύασαν πολλά αμυντικά οχυρωματικά έργα, τα λεγόμενα Κλεισούρες, στα δε πεδινά συγκέντρωναν στρατό για προετοιμασία επιθέσεων. Στην Καππαδοκία συγκέντρωσε το στρατό του ο Ιουστινιανός κατά των Περσών, και ο Ηράκλειος, όταν νίκησε τον Χοσρόη Β’ (623). Τελικά όμως υπέκυψε κάτω από το βάρος των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αράβων, οι οποίοι κατέλαβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χώρα πέραν του Αντιταύρου. Η Καππαδοκία ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία τον 10ο αιώνα μ.Χ.
Τουρκική περίοδος:
Στα τέλη του 11ου αι., την Καππαδοκία υπέταξαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και, μετά τη διαίρεση της μεγάλης Σελτζουκικής αυτοκρατορίας, απετέλεσε μέρος του κράτους του Ικονίου ή Σουλτανάτου του Ρουμ. Το 13ο αι., μετά τη διάλυση και αυτού του κράτους, έγινε αυτόνομη χώρα κάτω από τη Δυναστεία Καραμάν εξ ου και το όνομα Καραμανία. Λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το κράτος αυτό καταλύθηκε και η Καππαδοκία περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους.
Μετά τη κατάληψη από τους Οθωμανούς και επειδή η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη, άρχισε η μετανάστευση των χριστιανών με διεξόδους τρεις κυρίως δρόμους: ο προς τη Μερσίνη κι από κει στην Αλεξάνδρεια, ο προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και ο τρίτος προς Αμισό. Με το χρόνο και με την ανάπτυξη της συγκοινωνίας στη Μικρά Ασία, άρχισε να δημιουργείται σειρά ακμαζουσών παροικιών κατά μήκος των παραπάνω οδών, από τις οποίες προήλθαν μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, ακόμη και κυβερνητικοί υπάλληλοι, οι γνωστοί Καϊσερλήδες.
Έτσι τον 19ο αιώνα άρχισε νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία, ιδίως από το 1870 που ανυψώθηκε στον μητροπολιτικό θρόνο της Καισαρείας ο πρώην Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος (Κλεόβουλος). Αυτός συνετέλεσε στην ίδρυση Καππαδοκικής Αδελφότητας στη Κωνσταντινούπολη, για συλλογή χρημάτων και ίδρυση σχολείων. Το 1882, ο διαμένων στη Μασσαλία ομογενής Θεόδωρος Ροδοκανάκης έθετε στη διάθεση του Πατριαρχείου κατ΄ έτος 5.000 φράγκα προς ίδρυση και συντήρηση Ιερατικής Σχολής, η οποία άρχισε να λειτουργεί το χειμώνα του 1882 στη Μονή Προδρόμου στο Ζιντζίντερε της Καισαρείας και της οποίας α’ δάσκαλος ήταν ο εξ’ Ανδρονικείου Σεραπίων Ιωάννου. Χάριν αυτής αργότερα φτιάχτηκε και οικοτροφείο στη Μονή.
Το 1904, ο από Κωνσταντινούπολη ομογενής Καππαδόκης Συμεών Σιντόσογλου ανοικοδόμησε λαμπρό διδακτήριο όπου και λειτουργούσε η Ιερατική Σχολή μέχρι το 1916-1917 οπότε κλείστηκε οριστικά από τους Τούρκους. Ο παραπάνω ομογενής είχε ιδρύσει και προικίσει δύο ακόμη ορφανοτροφεία (1 αρρένων και 1 θηλέων). Η κατά Καισάρεια Ιερατική Σχολή λειτούργησε επί 35 έτη με 100 μαθητές ετησίως