Ανάμεσα στα άλλα ιστορικά γεγονότα της πορείας του Ελληνισμού στον 20ο και 21ο αιώνα, είναι και η ανακήρυξη στο Αργυρόκαστρο της Αυτονομίας της Βόρειας Ηπείρου, στις 17 Φεβρουαρίου 1914. Για να κατανοηθεί καλύτερα η απεγνωσμένη πλην όμως ηρωική εκείνη πράξη των ιθυνόντων Βορειοηπειρωτών, που δεν είχε την υποστήριξη του ελληνικού κράτους, πρέπει να ανατρέξουμε στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε.
Το γεγονός εκείνο αναδεικνύει την αποφασιστικότητα για αντίσταση των ελληνικών και εν γένει των ορθοδόξων πληθυσμών απέναντι στους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής να τους εντάξουν στο υπό ίδρυση αλβανικό κράτος. Ο πραγματικός πόθος αυτών των πληθυσμών ήταν η ένωση με την Ελλάδα.
Η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου υπό την ηγεσία του Γεωργίου Ζωγράφου και τη στήριξη τόσο των μητροπολιτών της περιοχής αναφοράς όσο και στρατιωτικών, οι οποίοι παραιτήθηκαν για να στρατευτούν στην υπόθεση της προστασίας των ελληνικών κοινοτήτων αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, από μια γενικότερη θεώρηση αποτελεί πράξη άμυνας.
Θα μπορούσε να φέρει καρπούς, δεδομένου ότι είχε καταλήξει στο γνωστό Πρωτόκολλο της Κέρκυρας του Μάη 1914, το οποίο, μάλιστα, τελούσε υπό διεθνή εγγύηση. Μεσολάβησε, όμως, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που άλλαξε τα δεδομένα. Η αυτονομία, εκτός των άλλων, συνετέλεσε στην προστασία των ελληνικών κοινοτήτων από λεηλασίες συμμοριών και οργανωμένων σχημάτων που εξέφραζαν τον αλβανικό εθνικισμό και τις διαθέσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών.
Τον Αύγουστο 1913, ο Ελληνικός Στρατός εγκατέλειψε –με εντολές της Αθήνας– την μεγάλη περιοχή που είχε καταλάβει εντός των ορίων της σημερινής Αλβανίας, καταδιώκοντας τους Οθωμανούς. Ο Γάλλος δημοσιογράφος που περιόδευε εκείνη την εποχή στη Βόρειο Ήπειρο, Ρενέ Πυώ διέσωσε στοιχεία και μαρτυρίες για τα μεγέθη των καταστροφών και λεηλασιών. Από αυτά φαίνεται η έντονη επιθυμία των Βορειοηπειρωτών με την Μητέρα Ελλάδα.
Έγγραφα και μαρτυρίες
Τηλεγράφημα του Προξένου Βερατίου Κ. Μ. Σβωρόνου προς το Υπουργείο Εξωτερικών (τέλη Μαρτίου 1903), με περιγραφικό τρόπο προσδιορίζει τις προσδοκίες των πληθυσμών της Μέσης σήμερα Αλβανίας αφενός για απαλλαγή από τον οθωμανικό ζυγό, αφετέρου την ένωση με το Βασίλειο της Ελλάδας. «Εις την έναντι όχθην (Αώου καθώς είχε εντολή μεταβεί προς Αυλώνα από Βεράτιο) συνηντήσαμεν δύο ανθρώπους οίτινες προσήλθον προς ημάς “έχετε δίκαιον ανεφώνησαν, Κύριε Πρόξενε, να λέγητε Μη χειρότερα, αλλά τι να είπωμεν ημείς οι δυστυχείς δούλοι;” και μετά πόνου πολλού ανέφερον ημίν τας απείρους πιέσεις ας οι κάτοικοι της Άνω Ηπείρου υφίστανται, και κατέληξαν δια του “πότε θα έλθει ο Βασιλεύς Γεώργιος;”. Και απήντησα προς αυτούς ότι η Β. Κυβέρνησις, της επινεύσει της Α.Μ. Βασιλέως, εφρόντισεν ίνα επεκταθώσι και εν Ηπείρω αι μεταρρυθμίσεις, οπότε αναντιρρήτως, θα επέλθη βελτίωσις εν τη Διοικήσει. Αλλ’ οι άνθρωποι ούτοι, βαθύν στεναγμόν αφίσαντες, επανέλαβον “πότε θα έλθη ο Γεώργιος”».
Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία του πόθου για ένωση που δεν αφορά μόνο την καταπίεση από τους Οθωμανούς, παραθέτουμε μία έκθεση. Στις 30 Αυγούστου η Διοίκηση Πρεμετής αλληλογραφεί με την Γενική Διοίκηση Ηπείρου σχετικά με πιέσεις Μουτεσαρίφη Βερατίου για την επιβολή αλβανικής γλώσσας στη λατρεία στις εκκλησίες και τις σχετικές αντιδράσεις όπως και γενικότερη κατάσταση στην περιοχή Μαλακάστρας και Μουζεκιάς.
«Κατά τας αυτάς πληροφορίας οι εν Βερατίω είναι διηρημένοι εις τρία κόμματα, ων το μεν εν εκ 3.500 χριστιανών και τουρκαλβανών είναι κεκηρυγμένον υπέρ της ενώσεως μετά της Ελλάδος, το δε δεύτερον εκ 2.000 υπέρ της τουρκικής κυριαρχίας και το τρίτον 1.500 υπέρ αλβανικής αυτονομίας. Κατά τας αυτάς πληροφορίας επικρατεί αρίστη ιδέα εκεί περί της διαγωγής του στρατού μας εις τα καταληφθέντα μέρη ως και περί της αμεροληψίας και ισονομίας των πολιτικών αρχών. Ο Γραμματεύς της Διοικήσεως: Θεμιστ. Σ. Αδαμίδης».
Η αυστηρή αυτή διοικητική γλώσσα παράθεσης ενός απολύτως υποκειμενικού συναισθηματικού φαινομένου εθνικής διάστασης και υπόστασης έρχεται να επιβεβαιώσει τη σημείωση ενός απλοϊκού ιερέα της εποχής. Πρόκειται για τον αείμνηστο κληρικό Μιχαήλ Πέκο από Λεσνίτσα των Αγίων Σαράντα που γράφει στο ημερολόγιο του:
«Συλλαλητήρια παντού και τηλεγραφήματα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Επισκέφτηκε το Αργυρόκαστρο και το Δέλβινο ο γιος του Κωνσταντίνου και διάδοχος του θρόνου, Γεώργιος. Πριν από δύο μέρες είχαν ειδοποιηθεί τα χριστιανικά χωριά ότι έρχεται ο Διάδοχος και έσπευσαν όλοι από τις περιφέρειες Δελβίνου και Χειμάρρας και πήγαν να δουν το Διάδοχο. Ήταν 23 Ιουλίου, ημέρα Σάββατο και γύρω 7 η ώρα μ.μ. του 1913. Το αυτοκίνητο εμφανίστηκε πάνω από το Δέλβινο, καθώς και πολλά άλλα αυτοκίνητα, και τα πλήθη ζητωκραυγάζανε και φώναζαν “Ένωσις ή Θάνατος”…
Αναγκάστηκε ο Διάδοχος να εξηγηθεί μπροστά στον κόσμο, να καθησυχάσει τα συγκεντρωμένα πλήθη με την παρήγορη απολογία ότι θα αναφέρει τους πόθους μας στον πατέρα και Βασιλέα, Κωνσταντίνο. Έπειτα εδέχθη προς επίσκεψη τους ιερείς. Τον χαιρέτησα σφίγγοντας τη δεξιά, του είπα “προς Θεού την Ήπειρο”, με συγκίνηση ασπάσθηκε τη δεξιά μου, λέγοντας μου “έχετε υπομονή, οι πόθοι σας θα εκπληρωθούν”».
Μειονοτικά δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών σήμερα
Οι παραπάνω ιστορικές αναφορές έχουν προφανώς διπλό σκοπό. Πρώτον, να καταδείξουν τον πραγματικό πόθο κάθε εθνικής μειονότητας για ενσωμάτωση στο έθνος που ανήκουν. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση της εθνικής ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο, η οποία έχει συμπεριελήφθη σε κράτος, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν ήταν Χριστιανοί, υπέστη και για πολλές δεκαετίες τη βίαιη απομόνωση και στέρηση επικοινωνίας με την Ελλάδα.
Δεύτερον, να υπογραμμίσουν ότι η επιμονή των πολιτικών εκπροσώπων της ελληνικής μειονότητας για περισσότερα και διευρυμένα δικαιώματα και ελευθερίες δεν θεμελιώνεται μόνο σε όσα κατοχυρώνουν οι διεθνείς συμβάσεις και οι πρακτικές στη μεταπολεμική Ευρώπη. Έχουν και ιστορικό υπόβαθρο γεμάτο από θυσίες και αγώνες. Η ελληνική μειονότητα, ωστόσο, προσεγγίζει το ζήτημα στο πνεύμα τόσο της προοπτικής ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ όσο και στις διατάξεις και εφαρμοστικές συνέπειες της Σύμβασης-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης.