Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης
Σαν σήμερα στις 16 Ιουλίου 1054, μια αντιπροσωπεία που στάλθηκε από τον Πάπα Λέοντα στη Ρώμη, βάδισε στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και άφησε την παπική βούλα (ένας τύπος δημόσιου διατάγματος) στο βωμό, αφορίζοντας τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κερουλάριο και τους οπαδούς του. Τέσσερις μέρες αργότερα ο Κερουλάριος αφόρισε αντιστοίχως τους οπαδούς του Λέοντα.
Οι διαφωνίες που οδήγησαν στους αμοιβαίους αφορισμούς είχαν φουντώσει εδώ και αρκετό καιρό. Πολλά πράγματα και αιτίες που οδήγησαν στο σχίσμα είχαν τεράστια σημασία εκείνη την εποχή, εάν και ίσως σε κάποιους και ειδικότερα στα φερέφωνα της παγκοσμιοποίησης να φαίνονται ασήμαντα σήμερα. Για παράδειγμα, διαφωνούσαν για το πώς ακριβώς να νηστέψουν και για το είδος του άρτου (όστια άζυμη vs πρόσφορου με προζύμι) που πρέπει να χρησιμοποιείται στην Θεία κοινωνία. Διαφώνουσαν επίσης για το αν η λειτουργική γλώσσα πρέπει να είναι η ελληνική ή η λατινική αλλά και για τη χρήση των εικόνων.
Η κύρια όμως θεολογική διαμάχη ήταν το Φιλιόκβε, δηλαδή αν το Άγιο Πνεύμα που αναφέρεται στο σύμβολο της πίστεως μας το οποίο επικυρώθηκε από την Δ’ οικουμενική σύνοδο αλλά και υπό των τριών τελευταίων το οποίο αναφέρει ρητά ότι «εκπορεύεται από τον Πατέρα» έναντι την αιρετική άποψη των Παπικών ότι «προέρχεται από τον Πατέρα και από τον Υιό». Κάτω από όλα αυτά, βέβαια, κρυβόταν η διαμάχη για το ποιος πατριάρχης (της Ρώμης ή αυτός στην Κωνσταντινούπολη) είχε εξουσία πάνω στον άλλο.
Για την ακρίβεια των γεγονότων ο αγώνας μεταξύ των δύο εξουσιών (βασιλείς vs ιερωσύνης) είχε αρχίσει ήδη από τον Δ΄ αιώνα τόσο στήν Ανατολή, όσο και στην Δύση, αλλά στή μέν Ανατολή υπήρξε υποτονικός, λόγω της διαμορφώσεως αρμονικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ενώ στη Δύση προσέλαβε ευρύτατες διαστάσεις, λόγω κυρίως των ιδιομόρφων πολιτικών συνθηκών και της ασαφούς εξουσίας του παπικού θρόνου. Στην διαμάχη των δύο εξουσιών ο παπικός θρόνος διαπνεόταν από το ίδιο πνεύμα, από το οποίο διαπνεόταν και κατά την διεκδίκηση του πρωτείου εξουσίας σε ολόκληρη την Εκκλησία. Ωστόσο, τό μέν παπικό πρωτείο προβαλλόταν κυρίως στίς σχέσεις τού παπικού θρόνου πρός τίς Εκκλησίες τής Ανατολής, ενώ ή θεωρία περί τής υπαλλήλου σχέσεως τών δύο εξουσιών προβλήθηκε κυρίως πρός τούς ηγεμόνες τής Δύσεως (ψευδο-Κωνσταντίνεια δωρεά).
Πράγματι, ενώ ή παπική περί δύο εξουσιών θεωρία οδήγησε στήν ίδρυση ενός μικρού παπικού κράτους στήν Ιταλία καί υπέθαλψε τή διεκδίκηση τής υπεροχής τής παπικής έναντι τής βασιλικής εξουσίας κατά τήν περίοδο τού περί ΄΄περιβολής΄΄ αγώνα, η περί τού παπικού πρωτείου εξουσίας αξίωση κατέληξε τελικά στό σχίσμα τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054). Το γεγονός ότι και αυτές ακόμη οι ήδη γνωστές από τον Η΄ αιώνα θεολογικές διαφορές (filioque) χρησιμοποιήθηκαν περιστασιακά και καθυστερημένα, ήτοι μετά την αντιπαράθεση στον χώρο της ιεραποστολής και την οξεία ρήξη των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης, υποδηλώνει ότι το κύριο αίτιο του μεγάλου σχίσματος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) πρέπει να αναζητηθή τόσο στο παπικό πρωτείο, το οποίο ενισχύθηκε με τις ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, όσο και στην παπική αξίωση επιβολής του σε ολόκληρη την Εκκλησία.
Ή περί το κύριο αυτό αίτιο προσθήκη και των λοιπών διαφορών, μικρότερης ίσως σημασίας για την εν λόγω εποχή, όπως λ.χ. των θεολογικών (filioque), τών πολιτικών (ίδρυση του παπικού κράτους, εισαγωγή ρωμαικών εκκλ. εθίμων, υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, τέλεση του χρίσματος από μόνους τους επισκόπους, περιορισμός της Μ. Τεσσαρακοστής κατά μία εβδομάδα, τα άζυμα κ.λπ.), διηύρυνε τό υφιστάμενο χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Το χάσμα όμως αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας μακραίωνης σειράς εκκλησιαστικών μεταβολών και εξελίξεων, οι οποίες τόνισαν την υφιστάμενη διαφορετικότητα του ρωμαικού και του ελληνικού πνεύματος και κατέληξαν σε μία οξεία αντίθεση μεταξύ του συγκεντρωτικού ρωμαϊκού πνεύματος του παπικού θρόνου και της συνοδικής συνειδήσεως της ορθοδόξου Ανατολής.
Το Μεγάλο Σχίσμα συνέβη πριν από 969 χρόνια ακριβώς σαν σήμερα.